- ξιφοδήλητος
- ξιφοδήλητος, -ον (Α)1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο-δήλητος, κεντρο-δήλητος].
Dictionary of Greek. 2013.